„παραγκωνίζω“: μεταβατικό ρήμα παραγκωνίζω [paraŋgoˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zurückdrängen zurückdrängen παραγκωνίζω παραγκωνίζω