„παραγινωμένος“ παραγινωμένος [parajinoˈmenos], παραγινωμένη, παραγινωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überreif überreif παραγινωμένος παραγινωμένος