„παραγεμίζω“: μεταβατικό ρήμα παραγεμίζω [parajeˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vollstopfen vollstopfen (με mit) παραγεμίζω παραγεμίζω