παραγγελιοδότης
[paraŋgjelioˈðotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, παραγγελιοδότρια [paraŋgjelioˈðotria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Auftraggeberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραγγελιοδότηςπαραγγελιοδότης