„παρέκκλιση“: θηλυκό παρέκκλιση [paˈreklisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abweichung Abweichungθηλυκό | Femininum, weiblich f (από von) παρέκκλιση παρέκκλιση