παράφορος
[paˈraforos], παράφορη, παράφοροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- leidenschaftlich, feurigπαράφορος έρωταςπαράφορος έρωτας
Thank you for your feedback!