„παράσιτο“: ουδέτερο παράσιτο [paˈrasito]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Parasit Parasitαρσενικό | Maskulinum, männlich m παράσιτο παράσιτο examples παράσιτα Rauschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n Nebengeräuscheπληθυντικός | Plural pl παράσιτα