παράλυση
[paˈralisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Paralyseθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράλυση ιατρική | MedizinιατρLähmungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράλυση ιατρική | Medizinιατρπαράλυση ιατρική | Medizinιατρ
- Zusammenbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαράλυση της κυκλοφορίαςErliegenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαράλυση της κυκλοφορίαςπαράλυση της κυκλοφορίας
examples
- παράλυση προσώπουGesichtslähmungθηλυκό | Femininum, weiblich f