παππούς
[paˈpus]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ούδες>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- παππούς
- alter Mannαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαππούς γέροςπαππούς γέρος
examples
- παππούδεςGroßelternπληθυντικός | Plural pl