„παπουτσωμένος“ παπουτσωμένος [paputsoˈmenos], παπουτσωμένη, παπουτσωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gestiefelt gestiefelt παπουτσωμένος παπουτσωμένος