„παπλωματοθήκη“: θηλυκό παπλωματοθήκη [paplomatoˈθikji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bettbezug Bettbezugαρσενικό | Maskulinum, männlich m παπλωματοθήκη παπλωματοθήκη