„παπαράτσο“: αρσενικό παπαράτσο [papaˈratso]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Paparazzo Paparazzoαρσενικό | Maskulinum, männlich m παπαράτσο παπαράτσο