„παπαγαλίζω“: μεταβατικό ρήμα παπαγαλίζω [papaɣaˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachbeten, herunterleiern nachbeten, herunterleiern παπαγαλίζω παπαγαλίζω