παξιμάδι
[paksiˈmaði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zwiebackαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαξιμάδιπαξιμάδι
- Schraubenmutterθηλυκό | Femininum, weiblich fπαξιμάδι για βίδαπαξιμάδι για βίδα