„πανωλεθρία“: θηλυκό πανωλεθρία [panoleˈθria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Desaster Desasterουδέτερο | Neutrum, sächlich n πανωλεθρία πανωλεθρία