„παντρεύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα παντρεύομαι [panˈdrevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) heiraten heiraten παντρεύομαι παντρεύομαι