„παντοπωλείο“: ουδέτερο παντοπωλείο [pandopoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lebensmittelgeschäft Lebensmittelgeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n παντοπωλείο παντοπωλείο