„πανκ“: αρσενικό πανκ [pank]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Punk, Punker Punkαρσενικό | Maskulinum, männlich m πανκ πανκ Punkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f πανκ άτομο πανκ άτομο