„πανηγύρι“: ουδέτερο πανηγύρι [paniˈjiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jahrmarkt, Volksfest Jahrmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m πανηγύρι Volksfestουδέτερο | Neutrum, sächlich n πανηγύρι πανηγύρι