„πανέξυπνος“ πανέξυπνος [paˈneksipnos], πανέξυπνη, πανέξυπνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hochintelligent hochintelligent πανέξυπνος πανέξυπνος