„πανάκριβος“ πανάκριβος [paˈnakrivos], πανάκριβη, πανάκριβοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sehr teuer, unbezahlbar sehr teuer, unbezahlbar πανάκριβος πανάκριβος