„παλληκάρι“: ουδέτερο παλληκάρι [paliˈkari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ganzer Kerl, Bursche ganzer Kerlαρσενικό | Maskulinum, männlich m παλληκάρι άντρας δυνατός, θαρραλέος παλληκάρι άντρας δυνατός, θαρραλέος Burscheαρσενικό | Maskulinum, männlich m παλληκάρι νέος άντρας παλληκάρι νέος άντρας