„παλιοφυλλάδα“: θηλυκό παλιοφυλλάδα [paʎofiˈlaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Käseblatt Käseblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n παλιοφυλλάδα παλιοφυλλάδα