παλιοσίδερα
[paʎoˈsiðera]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schrottαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαλιοσίδεραAlteisenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαλιοσίδεραπαλιοσίδερα