παλιομοδίτικος
[paʎomoˈðitikos], παλιομοδίτικη, παλιομοδίτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- altmodischπαλιομοδίτικοςπαλιομοδίτικος
Thank you for your feedback!