„παλικαράς“: αρσενικό παλικαράς [palikaˈras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mordskerl Mordskerlαρσενικό | Maskulinum, männlich m παλικαράς παλικαράς