„παλεύω“: αμετάβατο ρήμα παλεύω [paˈlevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ringen, kämpfen ringen παλεύω αθλητισμός | Sportαθλ παλεύω αθλητισμός | Sportαθλ kämpfen παλεύω αγωνίζομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ παλεύω αγωνίζομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ