„Παλατινάτο“: ουδέτερο Παλατινάτο [palatiˈnato]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pfalz Pfalzθηλυκό | Femininum, weiblich f Παλατινάτο Παλατινάτο