παλαιοπωλείο
[paleopoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Antiquitätengeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαλαιοπωλείοAltwarenhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαλαιοπωλείοπαλαιοπωλείο