παλάμη
[paˈlami]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Handrückenαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαλάμη εξωτερικό μέρος της παλάμηςπαλάμη εξωτερικό μέρος της παλάμης
Thank you for your feedback!