„παιδεύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα παιδεύομαι [peˈðevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich bemühen sich bemühen παιδεύομαι προσπαθώ παιδεύομαι προσπαθώ