„παιδαριώδης“ παιδαριώδης [peðariˈoðis], παιδαριώδης, παιδαριώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) läppisch läppisch παιδαριώδης παιδαριώδης