παιδαγωγικός
[peðaɣojiˈkos], παιδαγωγική, παιδαγωγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erzieherisch, pädagogisch, erziehungswissenschaftlichπαιδαγωγικόςπαιδαγωγικός
examples
- παιδαγωγικό όφελοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nLerneffektαρσενικό | Maskulinum, männlich m