„παθών“: αρσενικό παθών [paˈθon]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leidtragender, Betroffener, Geschädigter Leidtragenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m παθών παθών Betroffenerαρσενικό | Maskulinum, männlich m παθών νομικός όρος | Rechtswesenνομ Geschädigterαρσενικό | Maskulinum, männlich m παθών νομικός όρος | Rechtswesenνομ παθών νομικός όρος | Rechtswesenνομ