„παθητικότητα“: θηλυκό παθητικότητα [paθitiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Passivität Passivitätθηλυκό | Femininum, weiblich f παθητικότητα παθητικότητα