„παγωτατζής“: αρσενικό παγωτατζής [paɣotaˈdzis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eisverkäufer Eisverkäuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m παγωτατζής παγωτατζής