„παγοθραυστικό“: ουδέτερο παγοθραυστικό [paɣoθrafstiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eisbrecher Eisbrecherαρσενικό | Maskulinum, männlich m παγοθραυστικό παγοθραυστικό