παίξιμο
[ˈpeksimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spielουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαίξιμοπαίξιμο
examples
- παίξιμο άρπαςHarfenspielουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- παίξιμο φλάουτουFlötenspielουδέτερο | Neutrum, sächlich n