„πίτα“: θηλυκό πίτα [ˈpita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fladenbrot Fladenbrotουδέτερο | Neutrum, sächlich n πίτα πίτα examples κάνω κάποιον πίτα οικείο | umgangssprachlichοικ jemanden platt walzen κάνω κάποιον πίτα οικείο | umgangssprachlichοικ