πίκρα
[ˈpikra]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bitterkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπίκρα πικρή γεύσηπίκρα πικρή γεύση
- Verbitterungθηλυκό | Femininum, weiblich fπίκρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπίκρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- bittere Erfahrungθηλυκό | Femininum, weiblich fπίκρα απογοήτευσηπίκρα απογοήτευση
- Trübsalθηλυκό | Femininum, weiblich fπίκρα θλίψηπίκρα θλίψη