„πίθηκος“: αρσενικό πίθηκος [ˈpiθikos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mκαι | und κ. μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Affe Affeαρσενικό | Maskulinum, männlich m πίθηκος πίθηκος