πήξη
[ˈpiksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gefrierenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπήξη φυσπήξη φυσ
- Gerinnungθηλυκό | Femininum, weiblich fπήξη αίματοςπήξη αίματος
examples
- πήξη του αίματοςBlutgerinnungθηλυκό | Femininum, weiblich f