πέμπτος
[ˈpemptos], πέμπτη, πέμπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πέμπτη πόρταθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοκινήτουHeckklappeθηλυκό | Femininum, weiblich f