„Πάτροκλος“: αρσενικό Πάτροκλος [ˈpatroklos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Patroklos Patroklosαρσενικό | Maskulinum, männlich m Πάτροκλος μυθολογία | Mythologieμυθ Πάτροκλος μυθολογία | Mythologieμυθ