πάροχος
[ˈparoxos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πάροχος δικτύουNetzbetreiberαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πάροχος ηλεκτρικούStromversorgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πάροχος ΊντερνετInternetproviderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples