πάρκο
[ˈparko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Parkαρσενικό | Maskulinum, männlich mπάρκοParkanlageθηλυκό | Femininum, weiblich fπάρκοπάρκο
examples
- εθνικό πάρκοNationalparkαρσενικό | Maskulinum, männlich m.
- πάρκο άγριων ζώωνWildparkαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πάρκο αναψυχήςVergnügungsparkαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples