πάρκινγκ
[ˈparkiŋ(g)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Parkplatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mπάρκινγκπάρκινγκ
- Parkhausουδέτερο | Neutrum, sächlich nπάρκινγκ κλειστός χώροςπάρκινγκ κλειστός χώρος
examples
- πάρκινγκ υπαλλήλωνAngestelltenparkplatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m