πάθος
[ˈpaθos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Leidenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπάθοςπάθος
- Leidenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fπάθος ψυχική κατάστασηInbrustθηλυκό | Femininum, weiblich fπάθος ψυχική κατάστασηπάθος ψυχική κατάσταση