„οχλαγωγία“: θηλυκό οχλαγωγία [oxlaɣoˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stimmengewirr Stimmengewirrουδέτερο | Neutrum, sächlich n οχλαγωγία οχλαγωγία