„ουσιαστικά“: επίρρημα ουσιαστικά [usiastiˈka]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eigentlich, praktisch eigentlich, praktisch ουσιαστικά στην πραγματικότητα ουσιαστικά στην πραγματικότητα